- ἐμφύτων
- ἔμφυτοςinbornmasc/fem/neut gen plἐμφύ̱των , ἐμφύωimplantaor imperat act 3rd dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έμφυτων ιδεών, θεωρία των- — Φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει την ύπαρξη έμφυτων ιδεών και αρχών στην ψυχή ή στην ανθρώπινη διάνοια, δηλαδή ιδεών που ενυπάρχουν στον άνθρωπο από τη γέννησή του και, συνεπώς, δεν είναι προϊόντα ούτε της λογικής ούτε της εμπειρίας. Η… … Dictionary of Greek
ιδιοσυγκρασία — Ενδεικτικός όρος ορισμένων ψυχολογικών ιδιοτήτων του ατόμου σε σχέση με τα συστατικά της δομής του και των οργανικών λειτουργιών του. Η θεωρία των ιατρών φιλοσόφων της αρχαιότητας (όπως ο Ιπποκράτης), η οποία εμπεριείχε πολλά στοιχεία φαντασίας… … Dictionary of Greek
τάμπουλα ράζα — (tabula rasa = άγραφος πίνακας). Όρος της αισθησιαρχίας με τον οποίο χαρακτηρίζεται η συνείδηση του ανθρώπου, που δεν απέκτησε γνώσεις εξαιτίας της έλλειψης εξωτερικών αισθησιακών εμπειριών (π.χ. το νεογέννητο). Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε με… … Dictionary of Greek
Λάιμπνιτς, Γκότφριντ Βίλχελμ — (Gotfride Wilhelm Leibniz, Λειψία 1646 – Ανόβερο 1716). Γερμανός φιλόσοφος και μαθηματικός. Προερχόμενος από οικογένεια με υψηλές πνευματικές παραδόσεις (ο πατέρας και ο παππούς του υπήρξαν καθηγητές της νομικής στο πανεπιστήμιο της Λειψίας),… … Dictionary of Greek
Λοκ, Τζον — (John Locke, Ρίνγκτον, Σόμερσετ 1632 – Λονδίνο 1704). Άγγλος φιλόσοφος. Γραμματέας του λόρδου Άσλεϊ (που έγινε αργότερα κόμης του Σάφτσμπερι), εξασφάλισε τη φιλία του, η οποία τον βοήθησε να γίνει δεκτός στους ανώτερους κύκλους της κοινωνίας του… … Dictionary of Greek